Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η τρόμπα

  • 1 насос

    насос м η αντλία, η τρόμπα
    * * *
    м
    η αντλία, η τρόμπα

    Русско-греческий словарь > насос

  • 2 помпа

    тех. η αντλία, η τρόμπα (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помпа

  • 3 насос

    насос
    м ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ του-λούμπα/ ἡ ὑδραντλία (водяной)/ ἡ ἀεραντλία (воздушный):
    пожарный \насос ἡ πυροσβεστική ἀντλία· качагь \насосом ἀντλῶ, τρομπάρω.

    Русско-новогреческий словарь > насос

  • 4 помпа

    помпа I ж (насос) ἡ ἀντλία, ἡ τρόμπα, ἡ τουλούμπα / ἡ χειραντλία (ручная). помпа II ж ἡ μεγαλοπρέπεια.

    Русско-новогреческий словарь > помпа

  • 5 pump

    1. noun
    1) (a machine for making water etc rise from under the ground: Every village used to have a pump from which everyone drew their water.) αντλία
    2) (a machine or device for forcing liquid or gas into, or out of, something: a bicycle pump (for forcing air into the tyres).) τρόμπα
    2. verb
    1) (to raise or force with a pump: Oil is being pumped out of the ground.) αντλώ
    2) (to get information from by asking questions: He tried to pump me about the exam.) αντλώ πληροφορίες,`ψαρεύω`

    English-Greek dictionary > pump

  • 6 насос

    α.
    αντλία, τρόμπα•

    воздушный αεραντλία•

    всасывающий насос αναρροφητική ή απορροφητική αντλία•

    поршневой насос εμβολιοφόρα αντλία•

    пожарный насос πυροσβεστική αντλία•

    водяной насос υδραντλία•

    крыльчатый насос πτερυγοφόρα αντλία•

    нагнетательный насос καταθλιπτική αντλία•

    мембранный насос αντλία μεμβράνης•

    цен-тробжный насос αντλία φυγοκεντρική ή κεντρόφυγα•

    паровой насос ατμοκίνητη αντλία•

    качать -ом αντλώ, τρομπάρω.

    Большой русско-греческий словарь > насос

  • 7 проливной

    επ. проливной дождь καταρρακτώδης βροχή, ραγδαία βροχή•

    идёт проливной дождь βρέχει ραγδαία, ρίχνει, βρέχει με το τσουβάλι, με την τρόμπα, με το ασκί.

    Большой русско-греческий словарь > проливной

  • 8 pompa

    αντλία, τρόμπα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > pompa

  • 9 pump

    1) αντλία
    2) τρόμπα
    3) φουσκώνω

    English-Greek new dictionary > pump

См. также в других словарях:

  • τρόμπα — τρόμπα, η και τρούμπα, η (λ. ιταλ.) 1. αντλία, υδραντλία: Βγάζει νερό με την τρόμπα. 2. σάλπιγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα - μαρίνα — Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από… …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα μαρίνα — η (λ. ιταλ.) 1. τηλεβόας. 2. μεγάλο κοχύλι για μετάδοση ηχητικών σημάτων από τα ιστιοφόρα σε καιρό ομίχλης, μπουρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • σαξοτρόμπα — η, Ν μουσ. το σαξόφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαξο (βλ. λ. σαξόφωνο) + τρόμπα] …   Dictionary of Greek

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • τουλούμπα — η, Ν 1. (παλ. τ.) αντλία, τρόμπα 2. ονομασία γλυκού με σιρόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulumba < ιταλ. tromba) …   Dictionary of Greek

  • τρομπάρω — και τρουμπάρω Ν 1. αντλώ με τρόμπα 2. μτφ. αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombare «αντλώ, μεταγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τρομπέτα — και τρουμπέτα, η, Ν σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombetta, υποκορ. τού tromba (πρβλ. τρόμπα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»